- πρωτοφαής
- -ές, Α1. αυτός που μόλις αρχίζει να λάμπει, να φέγγει2. φρ. «πρωτοφαὴς σελήνη» — η νέα σελήνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -φαής (< φᾶος), πρβλ. χρυσο-φαής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτοφαής — first shining masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοφαῆ — πρωτοφαής first shining neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πρωτοφαής first shining masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πρωτοφαής first shining masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοφαές — πρωτοφαής first shining masc/fem voc sg πρωτοφαής first shining neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοφαοῦς — πρωτοφαής first shining masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek